αγγελικός

αγγελικός
-ή (και -ιά), -ό (Α ἀγγελικός, -ή, -όν) [ἄγγελος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς
νεοελλ.
όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους («ἀγγελικὴ ρῆσις»)
2. φρ. «ἀγγελικὴ ὄρχησις», είδος σικελικού χορού παντομίμας σε συμπόσια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγελικός, -ή, -ό — και αγγελίσιος, ια, ιο 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άγγελο. 2. ωραίος σαν άγγελος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀγγελικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικά — ἀγγελικός of neut nom/voc/acc pl ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc/acc dual ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικῶν — ἀγγελικός of fem gen pl ἀγγελικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικόν — ἀγγελικός of masc acc sg ἀγγελικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαῖς — ἀγγελικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαί — ἀγγελικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖς — ἀγγελικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσι — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσιν — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”